ανεμβολίαστος

ανεμβολίαστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανεμβολίαστος" в других словарях:

  • ανεμβολίαστος — η, ο μη εμβολιασμένος, αμπόλιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εμβολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα] …   Dictionary of Greek

  • ανεμβολίαστος — η, ο αμπόλιαστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβατσινάριστος — και αβατσίνιαστος και αβατσίνωτος, η, ο [βατσινάρω] αδαμάλιστος, ανεμβολίαστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»